- μουδάρισμα
- τοναυτ. περιορισμός τής επιφάνειας τού πανιού ιστιοφόρου πλοίου, κατά τον οποίο τα σχοινιά μιας μούδας δένονται στη μάτσα τού πανιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < μουδάρω, κατά τα ουδ. σε -ισμα (πρβλ. καθαρίζω: καθάρισμα).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μουδάρω — ναυτ. εκτελώ μουδάρισμα τού πανιού σε ιστιοφόρο πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < βεν. madar «αλλάζω, μεταβάλλω»] … Dictionary of Greek
μούδα — (I) η ναυτ. οριζόντια ενισχυτική σειρά τού ιστίου, κατά μήκος τής οποίας είναι στερεωμένα μικρά και ελαφρά σχοινιά, χρήσιμα για το μουδάρισμα τού πανιού ενός ιστιοφόρου πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού μουδάρω*]. (II) η γυναικεία φορεσιά,… … Dictionary of Greek
παρεντομή — η ναυτ. η από κατασκευής καμπυλότητα στις ραφές ενός τετράγωνου ιστίου, η οποία διευκολύνει το μουδάρισμά του σε περίπτωση κακοκαιρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εντομή. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek
σειροδέτηση — η, Ν ναυτ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σειροδοτώ, κν. μουδάρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σειροδετώ. Η λ., στον λόγιο τ. σειροδέτησις, μαρτυρείται από το 1884 στον Ηλ. Κανελλόπουλο] … Dictionary of Greek